1 × € 11.36
Πασχαλινά διηγήματα (Συλλογικό έργο)
Το βαθύτερο θεμέλιο της ελπίδας και της χαράς που χαρακτηρίζει την Ορθοδοξία και διαπερνά όλη της τη λατρεία είναι η ανάσταση. Το Πάσχα, το κέντρο της ορθόδοξης λατρείας, είναι μια έκρηξη χαράς, της ίδιας χαράς που ένιωσαν οι μαθητές όταν είδαν τον αναστημένο Σωτήρα. Είναι η έκρηξη της κοσμικής χαράς για το θρίαμβο της ζωής μετά την αφόρητη θλίψη για το θάνατο… Αυτή, την βιωμένη χαρά της Αναστάσεως, αντικατοπτρίζουν ποικιλοτρόπως τα «Πασχαλινά διηγήματα» που συγκεντρώθηκαν στον ανά χείρας τόμο. Τα διηγήματα αυτά, αν και επέλεξε ασφαλώς με εικαστικά κριτήρια ο Γ. Κόρδης, ωστόσο είναι -εξ απόψεως λογοτεχνικών αρετών- κορυφαία πασχαλινά διηγήματα της νεοελληνικής γραμματείας.
€ 15.21 € 12.17
- Επιπρόσθετες Πληροφορίες
- Αξιολογήσεις (0)
Weight | 0.50 kg |
---|---|
Dimensions | 17 x 24 cm |
Συγγραφέας | Συλλογικό έργο |
Σελίδες | 114 |
isbn13 | 978-960-527-254-8 |
isbn | 960-527-254-7 |
Be the first to review “Πασχαλινά διηγήματα (Συλλογικό έργο)” Ακύρωση απάντησης
You may also like…

Κόρδης Γιώργος (Kordis Giorgos)
Ο Γιώργος Κόρδης γεννήθηκε στη Μακρυρράχη Φθιώτιδας το 1956. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1975-1979), ενώ παράλληλα έκανε ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής και βυζαντινής εικονογραφίας. Μελέτησε συστηματικά την ιστορία και αισθητική της βυζαντινής ζωγραφικής και από το 2003 είναι λέκτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (εικονογραφία: θεωρία και πράξη). Συνέχισε τις σπουδές του στις Καλές Τέχνες στη Βοστόνη των ΗΠΑ (School of the Museum of Fine Arts of Boston, 1987-1989). Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, μαθήτευσε κοντά στο μεγάλο Έλληνα χαράκτη Φώτη Μαστιχιάδη, που τον μύησε στον κόσμο της χαρακτικής τέχνης και κυρίως της χαλκογραφίας. Από το 1993 ως το 1997 προσέγγισε εικονογραφικά τα λογοτεχνικά κείμενα του Αλ. Παπαδιαμάντη και άλλων Ελλήνων λογοτεχνών (Κόντογλου, Καρκαβίτσα, Μωραϊτίδη), καθώς και λαϊκά παραμύθια της Κύπρου. Παράλληλα ασχολήθηκε με την έκδοση συλλεκτικών βιβλίων. Από το 1990 ασχολείται συστηματικά με τη διδασκαλία της βυζαντινής ζωγραφικής οργανώνοντας σειρές μαθημάτων και καλοκαιρινά σεμινάρια.

Καρκαβίτσας Ανδρέας
O Aνδρέας Kαρκαβίτσας (1865-1922), κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος, μετά τον Παπαδιαμάντη, γεννήθηκε στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α’ Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της «Λυγερής» (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της «Εστίας» τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του «Ο ζητιάνος» το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο «Αθήναι», με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο «Σ’ Ανατολή και Δύση» και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων «Λόγια της πλώρης» (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος «αειφυγία»). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση. Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου. Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα «Πάσχα στα πέλαγα» και το 1911 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία («Διηγήματα για τα παλικάρια μας» και «Διηγήματα του γυλιού»), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον «Αρματωλό», μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894. Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η συμβολή του συγγραφέα στο δημοτικιστικό Αγώνα χρονολογείται ήδη από το 1892 (τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του έργου του Ψυχάρη «Το ταξίδι μου»), όταν στον πρόλογο της έκδοσης της πρώτης συλλογής διηγημάτων τοποθετήθηκε υπέρ της δημοτικής. Στη συνέχεια πήρε μέρος στην ίδρυση της εταιρίας «Η Εθνική Γλώσσα» (1905) και ήταν μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και της Λαογραφικής Εταιρίας του Νικόλαου Πολίτη. Ωστόσο ποτέ δεν ασπάστηκε τις ακρότητες του Ψυχάρη και προσπάθησε να σταθεί ανάμεσα στις ακραίες θέσεις του γλωσσικού ζητήματος. Η πεζογραφία του κινήθηκε αρχικά στα πλαίσια της ειδυλλιακής ηθογραφίας με αρκετά λαογραφικά στοιχεία και πέρασε σταδιακά προς τον ρεαλισμό με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, με σχηματικό ορόσημο τη «Λυγερή» (1890) και κορυφαία έκφραση τον «Ζητιάνο» (1897). Από τα ογδόντα συνολικά διηγήματά σταθμός στάθηκε η συλλογή «Τα λόγια της πλώρης» του 1899, ενώ στο τελευταίο έργο του «Ο αρχαιολόγος» (1904) προσπάθησε να λειτουργήσει διδακτικά, προβάλλοντας τις ιδέες του για μια γόνιμη σχέση των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα βλ. Καλαντζοπούλου Βίκυ, «Καρκαβίτσας Ανδρέας», στο «Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό», τ. 4., Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Ξύδης Θεόδωρος, «Καρκαβίτσας Ανδρέας», στη «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», τ. 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Σταυροπούλου Έρη, «Ανδρέας Καρκαβίτσας», στο «Η παλαιότερη πεζογραφία μας · από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο», τ. Η’ (1880-1900), σ.174-217, Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και Τσούρας Νίκος Α., «Βιοχρονολόγιο του Αντρέα Καρκαβίτσα», περιοδικό «Νέα Εστία», τ. 128, ετ. ΞΔ΄, 15/9/1990, αρ.1517, σ.1199-1201. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Παπαντωνίου Λ. Ζαχαρίας (Papantoniou Zacharias)
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι, γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιόκαυτου από το Καρπενήσι. Είχε τρία αδέλφια, το Χαρίλαο, το Θανάση και τη Σοφία. Στο Καρπενήσι έμαθε τα πρώτα γράμματα και το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, χωρίς να αποφοιτήσει. Στράφηκε από τα φοιτητικά του χρόνια προς τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία και σε ηλικία δεκαέξι μόλις ετών ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην «Ακρόπολη» του Βλ. Γαβριηλίδη. Ως το 1898, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πολεμικά τραγούδια», συνέχισε να συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες όπως η «Εφημερίδα των συζητήσεων», ο «Χρόνος» και η «Σκριπ», στην οποία υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1900 ως το 1905. Το 1904 γίνεται ένα από τα πρώτα μέλη της εταιρίας «Η Εθνική Γλώσσα», με στόχο την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας (μαζί με τους Μιλτιάδη Μαλακάση, Λάμπρο Πορφύρα, Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ιωάννη Κονδυλάκη και άλλους). Για την Εθνική γλώσσα συνέταξε τον επόμενο χρόνο τη διακήρυξη «Προς το ελληνικό Έθνος», εκθέτοντας τους στόχους της. Από το 1908 και ως το 1911 βρέθηκε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της εφημερίδας «Εμπρός» του Αριστείδη Κυριακού. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε γαλλικές εφημερίδες και γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία (με μοναδική εξαίρεση τη συγγραφή χρονογραφημάτων στην εφημερίδα «Εμπρός» ως το 1914) και διακρίθηκε σε μια έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο για σχεδιάσματα και γελοιογραφίες που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Από το 1912 και ως το 1916 διετέλεσε νομάρχης στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη. Από τη θέση του Νομάρχη προώθησε την ιδέα οργάνωσης εργατικού σωματείου στη Σύρο καθώς επίσης τη διοργάνωση του πρώτου Πανιονίου Συνεδρίου για τα πενήντα χρόνια της Ένωσης της Επτανήσου και αντέδρασε μαζί με τον εισαγγελέα Α.Ρέγκο στον αφορισμό του 1916 κατά του Βενιζέλου. Η τελευταία πρωτοβουλία του του στοίχισε τη θέση του και τον οδήγησε σε δίκη, στην οποία όμως απαλλάχτηκε. Δεν έπαψε παράλληλα να ασχολείται με την τέχνη και την κριτική, ενώ βραβεύτηκε μαζί με τον Στέλιο Σπεράντζα και την Ελένη Μ. Νεγρεπόντη (κατόπιν Ελένη Ουράνη) στον επίσημο διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων που προκήρυξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το 1917 πέθανε ο πατέρας του και τον επόμενο χρόνο έγραψε (σε συνεργασία με τους Δ. Ανδρεάδη, Αλ. Δελμούζο, Π. Νιρβάνα και Μ. Τριανταφυλλίδη και εικονογράφηση του Π. Ρούμπου) τα «Ψηλά Βουνά», έργο που προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου (είχε προηγηθεί ανάθεση του έργου στον Παπαντωνίου από το Υπουργείο Παιδείας της επαναστατικής κυβέρνησης Βενιζέλου). Την ίδια χρονιά ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Εθνικής Πινακοθήκης, φροντίζοντας για τον εμπλουτισμό της με έργα πολλών Ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (Γύζης, Παρθένης, Μαλέας, Λύτρας, Θεοτοκόπουλος). Τον επόμενο χρόνο αυτοκτόνησε σε ηλικία τριάντα εννιά χρόνων ο αδελφός του Θανάσης, ο οποίος αντιμετώπιζε έντονες ψυχικές διαταραχές από τα εικοσιδύο του. Το 1920 τύπωσε την παιδική ποιητική συλλογή «Τα χελιδόνια», αφιερωμένη στον αδελφό του, η οποία επανεκδόθηκε το 1931 με τίτλο «Παιδικά τραγούδια». Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να καούν δημοσίως τα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ανάμεσα στα οποία και τα «Ψηλά Βουνά». Το 1923 ο Παπαντωνίου εξέδωσε την ποιητική συλλογή του «Πεζοί ρυθμοί» και τους τρεις τόμους των «Νεοελληνικών αναγνωσμάτων» για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τιμήθηκε με το εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και διορίστηκε καθηγητής στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος στα πλαίσια των καθηκόντων του ως διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα τυπώθηκε η συλλογή διηγημάτων του «Διηγήματα», ενώ από το 1929 και ως το 1937 εκδόθηκαν το θεατρικό έργο «Ο όρκος του πεθαμένου», διασκευή από το δημοτικό τραγούδι «Του νεκρού αδελφού», η ποιητική συλλογή «Τα Θεία Δώρα», το ιστορικό δοκίμιο «Ο Όθων» οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις «Άγιον Όρος» και δυο συλλογές διηγημάτων με τίτλους «Βυζαντινός όρθρος» και «Η θυσία». Το 1938 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της λογοτεχνίας, θέση από την οποία υπέβαλε την πρώτη του εισηγητική έκθεση στη δημοτική, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου πέθανε την πρώτη μέρα του Φεβρουαρίου του 1940 από καρδιακή συγκοπή. Πολλά ανέκδοτα κείμενά του εκδόθηκαν μετά το θάνατό του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ζαχαρία Παπαντωνίου βλ. Άγρας Τέλλος, «Παπαντωνίου Ζαχαρίας», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 19. Αθήνα, Πυρσός, 1932 (τώρα και στον τόμο Τέλλος Άγρας, Κριτικά Τόμος τρίτος· Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, σ.308-312. Αθήνα, Ερμής, 1984), Αθανασιάδης Τάσος, «Παπαντωνίου Ζαχαρίας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Αθανασόπουλος Βαγγέλης, «Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου», Η παλαιότερη πεζογραφία μας ΙΑ΄ (1900-1914), σ.240-268. Αθήνα, Σοκόλης, 1998, Μερακλής Μ.Γ., «Ζαχαρίας Παπαντωνίου», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά – Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία – Γραμματολογία, σ.350-353. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Καλαντζοπούλου Βίκυ, «Παπαντωνίου Ζαχαρίας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Μαλαφάντης Κωσνταντίνος Δημ., «Χρονολόγιο Ζαχαρία Παπαντωνίου», Διαβάζω 285, 15/4/1992, σ.58-63. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος (Papadiamantis Al.)
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η «Μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεόλογος». Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του «Οι έμποροι των Εθνών» στην εφημερίδα «Μη χάνεσαι». Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην «Ακρόπολη» το μυθιστόρημά του «Γυφτοπούλα», όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ’ όπου δημοσιεύει τη «Φόνισσα». Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον «Παρνασσό» η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.
Related Products

Νηπενθή
Ο κόσμος του Κώστα Καρυωτάκη είναι ένας κόσμος ποιητικός που καταγράφει την αγωνία και τη δίψα για ζωή, για αυθεντική ζωή χωρίς συμβιβασμούς και ανώφελα προσκυνήματα. Και είναι αληθινή πρόκληση για το εικαστικό που καλείται να συναντήσει την ποιητική αυτή ζωή και να συνομιλήσει μαζί της, να βρει τρόπους να τρυπώσει μέσα της· να δει, να διακρίνει, να καταγράψει και να παρουσιάσει, να μαρτυρήσει ύστερα στα μάτια των θεατών αγαθών για όσα είδε και όσα είδε και όσα γεύτηκε εκεί, στον άβατο χώρο όπου μόνον οι ερωτευμένοι και λοξίες κατοικούν. Μια έκδοση αφιέρωμα στα 80 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου ποιητή, με εικονογράφηση του Γιώργου Κόρδη.

Η παραμυθία της καθ’ ημάς ζωγραφικής
Γιώργος Κόρδης
Αν θα θέλαμε τώρα να αξιολογήσουμε την εικαστική πραγματικότητα των Βυζαντινών ευρύτερα, θα λέγαμε ότι αυτή είναι ένα ολοκληρωμένο σύστημα, μία γλώσσα, η ανάπτυξη της οποίας έγινε όχι στην βάση της υποκειμενικής έκφρασης κάποιων καλλιτεχνών, αλλά στην βάση της αίσθησης του ανθρώπου. Στην σταθερή αυτή και αναλλοίωτη βάση οι Βυζαντινοί ανακάλυψαν νόμους που έχουν διαχρονική αξία και μπορούν να έχουν λειτουργικότητα πάντοτε, εφόσον φυσικά αποδεχόμαστε το ευρύτερο πλαίσιο της σκέψης τους, που αφορά στην κοινωνία εικόνας και θεατή. Με τα δεδομένα λοιπόν αυτά δεν είναι, θεωρούμε, λάθος να πούμε ότι η καθ’ ημάς ζωγραφική μπορεί να είναι πάντα νέα και σύγχρονη, αφού στηρίζεται σε σταθερούς νόμους και κυρίως προάγει την αλήθεια της κοινωνίας κι όχι την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας. Είναι τέχνη που χειραγωγεί τον άνθρωπο προς τον ρεαλισμό και τον κατευθύνει προς την αναζήτηση της μέθεξης στα πράγματα κι όχι προς την απόκτηση της κενής γνώσης της ιδέας.

Οι προσωπογραφίες του Φαγιούμ και η βυζαντινή εικόνα
Γιώργος Κόρδης
Στις μέρες μας πολύ λόγος γίνεται για τα πορτρέτα του Φαγιούμ και πολύς ο θαυμασμός για τα εικαστικά αυτά μνημεία της ύστερης αρχαιότητας, που δείχνουν το μεγαλείο και το υψηλότατο επίπεδο της ελληνιστικής ζωγραφικής. Αναντίρρητα τα ζωγραφικά αυτά έργα, πολλά εκ των οποίων διακρίνονται για την ποιότητά τους και τις εκφραστικές τους αρετές, μαρτυρούν για την ελληνιστική παράδοση που επεβίωσε και στην διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου. Πολύ συχνά όμως παρατηρείται μια υπερβολή, όσον αφορά τη σχέση τους με τη βυζαντινή ζωγραφική των εικόνων. Κι αυτό, γιατί επιχειρείται μια ενοποίηση της ελληνιστικής ζωγραφικής και της αντίστοιχης βυζαντινής, και η κατάργηση ή η υπέρβαση της ιδιοπροσωπίας των δυο αυτών παραδόσεων. (. . .)

Λένε για μένα οι ναυτικοί…
Γιώργος Κόρδης
Εικαστική αναφορά στην ποίηση του Νίκου Καββαδία
Τι άλλο θα μπορούσε να ‘ναι ένα κείμενο για τον Νίκο Καββαδία παρά ένα μνημόσυνο στο λιγοστό φως που σιγοκαίει ακούραστα στα σωθικά της παρακμής. Τι άλλο θα μπορούσε να γράψει για το νοσταλγό ετούτο της ατίθασης ουτοπίας που, όπως κάθε ναυτικός, του πραγματικού το ανέφικτο ζήτησε και χώρους και τρόπους, απροσπέλαστους σε ανθρώπους καθαρούς, τόλμησε να περπατήσει, που δε δείλιασε να αγγίξει και να ψαύσει της αμαρτίας το σώμα και να βγει νικητής και νικημένος μαζί. Λένε για μένα οι ναυτικοί… Αφηγητής και διαβάτης μαζί. Η γοητεία και το κουράγιο να ‘ναι κανείς μέσα σ’ ό,τι αφηγείται, να ‘ναι κοντά -έστω κοντά- και ν’ αφουγκράζεται τες ψυχές που πονούν και παραδίδονται στου μπορετού την πενία. […]

Εν ρυθμώ
Γιώργος Κόρδης
Το ήθος της γραμμής στη βυζαντινή ζωγραφική
Το βιβλίο αυτό αποτελεί μάλλον το πρώτο εγχείρημα στ’ ανάλογα βιβλιογραφικά χρονικά, κατά το οποίο η βυζαντινή ζωγραφική θεωρείται, όχι απλώς με το πρίσμα της τεχνικής ανάλυσης των δεδομένων της, αλλά κυρίως με στοχαστική και θεαρέστως φιλοσοφούσα διάθεση. Ο Γιώργος Κόρδης αποτολμά ν’ ασχοληθεί σε βάθος με τ’ αυτονόητα, και ν’ αποκαλύψει την κοσμογονία που συντελείται στη σκέψη του, όταν αυτή διαλέγεται μ’ έναν εσμό θεμάτων που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον και τις απορίες, ειδικών και μη. Γραμμένες με νεύρο και άτρεπτη ακρίβεια, οι σελίδες που έπονται, μυούν τον αναγνώστη στον αξιοθέατο κόσμο της βυζαντινής εικονογραφίας, πείθοντάς τον πως υφίσταται όχι ως πράγμα αλλά ως γεγονός, εφ’ όσον αυτός εξαρτάται άμεσα από τον παρατηρητή.

Το δώμα των αθώων
Γιώργος Κόρδης
Η ανείπωτη ωραιότητα των τεταπεινωμένων
Τι άραγε ψιθυρίζει μέσα μας και τρομάζει την ησυχία και θραύει την απλότητα της ενότητας. Τι θρυμματίζει την γεμάτη ετούτη εμπειρία ζωής και κλάσματα γεύσεων προσφέρει. Άνθρωποι που ίστανται στην άκρη δρόμων σκοτεινών προσμένοντας το τυχαίο. Ανυπόμονοι, ξένοι, αλλόκοτοι, στον κόσμο τους κλεισμένοι. Ο αγέρας φυσά θολά και κουρασμένα κι η υπομονή κουράστηκε και εγκατάλειψε. Τι άραγε τρομάζει την ψυχή και αδυνατεί το φως να συναντήσει παντού. Η ψευδής γεύση, η λειψή εμπειρία, η ψιλή πληροφορία, ή το άλλο εκείνο παράδοξο του πνεύματος κενό. Τι φταίει και η ζωή κατακλύστηκε από νεκρά λουλούδια, από άχρηστα αλειτούργητα κοσμήματα, από θαμπές κι ανήλιαγες εικόνες. […]

Το Θαλασσινό Κοιμητήριο
Paul Valéry
Το «Θαλασσινό Κοιμητήριο» είναι μία από τις σημαντικότερες εκφράσεις της «καθαρής ποίησης», ποίημα με θέμα τη φθορά και τον θάνατο, που όμως το διαπερνά μια αίσθηση της ύπαρξης τόσο δυνατή, ώστε να καταλήγει σε μια δοξαστική ελεγεία της ζωής.

Η Μεγάλη Εβδομάδα (Νέα Έκδοση)
[…] Είναι γνωστό ότι η αρχαία ελληνική όχι μόνο σώζεται ολοζώντανη μέσα στην Εκκλησία, αλλά ντύθηκε ρούχο αφθαρσίας και διασχίζει τους αιώνες παρά το λυσσαλέο πόλεμο που γίνεται όχι μόνο από έξω αλλά και μέσα από τα ίδια τα σπλάχνα της. Όμως η πίστη είναι προσωπική εμπειρία, η Εκκλησία αποτελείται -ως προς την ανθρώπινη πλευρά της- από θνητούς, τα μέλη της, όσο είναι φορείς χάριτος, άλλο τόσο είναι και φορείς λήθης, αποτυχιών, ψυχικής αδράνειας, ματαιοδοξίας, έπαρσης, πτώσης, στρέβλωσης. Μέσα στις αδυναμίες τους οι άνθρωποι -πιστοί και άπιστοι- παρουσιάζονται αποξενωμένοι από αυτόν τον φωτεινό λόγο των ψαλμών και των ύμνων, από αυτή την πνευματική ανάσα που χαρισματικοί μελωδοί ζύμωσαν σε λόγο συνθέτοντας την κορυφαία έκφραση Ζωής μέσα από μουσική, ποίηση, πράξη. Και εδώ παρουσιάζεται η ανάγκη της απόδοσης σε κοντινότερη στον σημερινό Έλληνα γλώσσα, γλώσσα που να μεταδίδει έστω το μήνυμα στερημένο από το ιερό του κάλυμμα, το ενδοεκκλησιαστικό, από το σκίρτημα το σφραγισμένο από Άλλη Πνοή. […] (από τον πρόλογο του βιβλίου)

Διηγήματα της θάλασσας (Συλλογικό έργο)
Ο Πατέρας μου -μύρο το κύμα που τον τύλιξε- δεν είχε σκοπό να με κάμη ναυτικό. – Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό! Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασέ την· εκείνη το σκοπό της. Μη κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά-γρήγορα θα σου σκάψη το λάκκο ή θα σε ρίξη πετσί και κόκκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει. […]

Όλοι οι μήνες είν’ καλοί – Ημερολόγιο 2008
Λαϊκά παραμύθια για τους δώδεκα μήνες
[…] Τα παραμύθια μας θέλγουν γιατί μας ταξιδεύουν αλλού. Σ’ έναν άλλο τόπο, μακρινό, σ’ έναν άλλο χρόνο, στο «μια φορά κι έναν καιρό». Ο τόπος είναι απροσδιόριστος, ονειρικός, κι ο καθένας μας μπορεί να μεταφερθεί εκεί, έτσι ή αλλιώς. Ο χρόνος είναι άχρονος και είναι όλος δικός μας. Ο χρόνος στα παραμύθια δεν περνά. Οι ήρωες, όσο κι αν κρατήσει το ταξίδι τους, όσο κι αν ταλαιπωρηθούν, επιστρέφουν αγέραστοι, όμορφοι, ακμαίοι, κι έτοιμοι πάντα για μια νέα αρχή. Αυτός ο απέραντος, ακίνητος και πάντα νέος χρόνος του κόσμου των παραμυθιών, ας υπονομεύσει δημιουργικά το μικρό, ασταθή, στενάχωρο χρόνο του δικού μας κόσμου. Τα δώδεκα παραμύθια που ακολουθούν, ειπωμένα με τη θαλερή, την εύφορη, την έμψυχη γλώσσα της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, είναι η πρόταση μας για το 2008. Το λοιπόν, φτου κι αρχίζουμε! Ε. Γ. – Χ. Φ.
There are no reviews yet.