Στεφανίδου Χριστίνα

Η Χριστίνα Στεφανίδου γεννήθηκε το 1980 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Πλέον κατοικεί έξω από αυτήν, για να είναι κοντά στη φύση και τη θάλασσα. Από πολύ μικρή διάβαζε και έγραφε. Γράφει μικρά διηγήματα, ζωντανά, λυρικά, αληθινά ή ψεύτικα, συμπυκνωμένα. Διηγήσεις για το τώρα και το τότε, για το κάποτε. Ζωές θνητές, στριμωγμένες σε λέξεις. Αυτό είναι το πρώτο της βιβλίο.
Στεφανίδου Χριστίνα
Η Χριστίνα Στεφανίδου γεννήθηκε το 1980 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Πλέον κατοικεί έξω από αυτήν, για να είναι κοντά στη φύση και τη θάλασσα. Από πολύ μικρή διάβαζε και έγραφε. Γράφει μικρά διηγήματα, ζωντανά, λυρικά, αληθινά ή ψεύτικα, συμπυκνωμένα. Διηγήσεις για το τώρα και το τότε, για το κάποτε. Ζωές θνητές, στριμωγμένες σε λέξεις. Αυτό είναι το πρώτο της βιβλίο.
Στεφανίδου Χριστίνα
33: Μια κλέφτρα στο νερό
Περπατούσε αργά, με σκυμμένο το κεφάλι στην αμμουδιά. Ο πρωινός αέρας μύριζε ιώδιο. Η θάλασσα, έκανε αυτό που ξέρει καλύτερα. Αγκάλιαζε με το κάθε επόμενο κύμα της το προηγούμενο. Αέναα. Ένα απ’ αυτά, είχε φέρει εμπρός στα πόδια του τώρα μια νέα γυναίκα. Γυμνή. Με ένα χαμόγελο κολλημένο στα χείλη της. Με χάλκινα μακριά μαλλιά και όμορφο κορμί. Στο πόδι της ήταν δεμένο, με σχοινί, ένα πλαστικό μπουκάλι. Με κάτι μέσα, που έμοιαζε με χαρτί. Αν δεν ήταν μωβ το πρόσωπό της από τον θάνατο, ο Μίλτος θα ορκιζόταν πως η γυναίκα αυτή απολαμβάνει τα πρώτα χάδια του ήλιου.
Χωρισμένος πρόσφατα από μια σχέση έντεκα χρόνων, είχε σιχαθεί να κοιμάται μόνος. Κι έτσι, δεν κοιμόταν πολύ. Έκανε μακριές πρωινές βόλτες στην παραλία και σκεφτόταν τον μεγάλο έρωτά του· που τον διέλυσε. Είχε σχεδόν αποσυντεθεί. Σαράντα πέντε χρόνων τώρα, ο Μίλτος αδυνατούσε να ξεπεράσει τ’ αξεπέραστα και να τα πιάσει όλα απ’ την αρχή. Κοίταξε γύρω του ανήσυχος, αλλά δεν είδε κανέναν. Σχεδόν σωριάστηκε ανήμπορος δίπλα στο πτώμα και αφέθηκε να κοιτάζει λιγωμένος τη θάλασσα. Άδειος. stefanidou christina
Σκεφτόταν τον βίαιο θάνατο. Έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να κλαίει βουβά. Μισή ώρα μετά, η παραλία είχε γεμίσει περίεργους ανθρώπους, αστυνομία, λιμενικούς, δημοσιογράφους και ένα ασθενοφόρο. Τώρα ο αέρας μύριζε οίκτο. Αφού του έκαναν ένα σωρό ερωτήσεις, τον άφησαν να φύγει. Πήγε κατευθείαν για ύπνο. Το επόμενο πρωί, αγόρασε εφημερίδα, γύρισε στο σπίτι κι έκατσε στην πολυθρόνα του να πιει καφέ. Στη δεύτερη σελίδα, βρήκε την είδηση. Η γυναίκα είχε πνιγεί τρεις ημέρες πριν ξεβραστεί στα πόδια του. Είχαν δημοσιεύσει και το σημείωμα από το πόδι της. Το πρωτότυπο σε φωτογραφία και από κάτω μεταφρασμένο. Άναψε τσιγάρο, ρούφηξε μια γερή γουλιά καφέ και ξεκίνησε να διαβάζει.
Τον γιο μου τον λένε Αμέλ Χαρασάντ. Είναι πέντε χρόνων. Έχει ένα σημάδι από μαχαίρι στον λαιμό. Είναι στη μαύρη βάρκα που θα μας πήγαινε Χίο. Δεν χωρούσε κι εμένα. Τον έντυσα με τα ρούχα μου και του είπα πως εγώ θα πήγαινα κολυμπώντας να τον βρω. Σας παρακαλώ, βοηθήστε τον, μην τον στείλετε πίσω. Δεν έχει μείνει τίποτα πίσω για εκείνον. Ο Θεός να σας έχει καλά.stefanidou christina
Σερμίν Χαρασάντ
Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε το ταβάνι. Το λευκό, κενό, ακούνητο ταβάνι. Παύση. Η στάχτη από το τσιγάρο του είχε πέσει στο πάτωμα. Μύριζε καμένο. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Έμεινε έτσι πολλή ώρα. Μουδιασμένος. Μόλις του είχαν κλέψει την ψυχή. Συνέχισε να ζει μόνος, σαν φάντασμα, μέχρι το τέλος του.
Δείτε παρουσιάσεις βιβλίων εδώ.
Στεφανίδου Χριστίνα

Βιβλιογραφία