Βλαχοπούλου – Καραμπίνα Ελένη

Η Ελένη Βλαχοπούλου γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Θεολογία στο Α.Π.Θ. και Αρχαιολογία στο Παν/μιο Ιωαννίνων. Έλαβε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης και Διδακτορικό Δίπλωμα στη Βυζαντινή Αρχαιολογία και Τέχνη από το Τμήμα Ιστορίας –Αρχαιολογίας του Παν/μίου Ιωαννίνων. Υπηρέτησε ως μόνιμη καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας στη Μέση Εκπαίδευση και ως αποσπασμένη στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσ/νίκης, όπου παρείχε αυτοδύναμο διδακτικό έργο, παραδίδοντας μαθήματα Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης. Από το Νοέμβριο του 2017 ανήκει στο μόνιμο διδακτικό προσωπικό (Δρ. Ε.ΔΙ.Π.) του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας (τομέας Χριστιανικής Λατρείας, Αγωγής και Διαποιμάνσεως) της Θεολογικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α. Δραστηριοποιείται ως μέλος επιστημονικών εταιρειών και ομιλεί Αγγλικά και Γαλλικά. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.
vlachopoulou karabina eleni
H μελέτη της ορθόδοξης εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής αποτελεί έναν σχετικά καινούργιο κλάδο της βυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης. Ίσως από τους λιγότερο ερευνημένους, καθώς ο μεγαλύτερος αριθμός των κειμηλίων αυτών είναι δυστυχώς ακόμη άγνωστος. Εξαιτίας των μεγάλων δυσκολιών του εντοπισμού τους, της απουσίας συστηματικών καταγραφών και των ποικίλων προβλημάτων προσέγγισης τους. Οι κατά καιρούς αποσπασματικές μελέτες έφεραν στο φως αντικείμενα από τα τέλη του 12ου και τις αρχές του 13ου αιώνα ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Οπόταν η τέχνη αυτή έπεσε σε μαρασμό. Τα έργα, τα οποία έχουν διασωθεί από τη βυζαντινή εποχή, είναι ελάχιστα και  διέπονται από ένα κοινό πνεύμα. Τα αντίστοιχα της μεταβυζαντινής και νεότερης περιόδου έχουν διατηρηθεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμο και διακρίνονται για την πολυμορφία και την ποικιλία τους. Τόσο στην εικονογραφική όσο και στην τεχνοτροπική, που συμβαδίζουν με την εποχή και τον τόπο παραγωγής τους.
H μελέτη της ορθόδοξης εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής αποτελεί έναν σχετικά καινούργιο κλάδο της βυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης. Ίσως από τους λιγότερο ερευνημένους, καθώς ο μεγαλύτερος αριθμός των κειμηλίων αυτών είναι δυστυχώς ακόμη άγνωστος. Εξαιτίας των μεγάλων δυσκολιών του εντοπισμού τους, της απουσίας συστηματικών καταγραφών και των ποικίλων προβλημάτων προσέγγισης τους. Οι κατά καιρούς αποσπασματικές μελέτες έφεραν στο φως αντικείμενα από τα τέλη του 12ου και τις αρχές του 13ου αιώνα ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Οπόταν η τέχνη αυτή έπεσε σε μαρασμό. Τα έργα, τα οποία έχουν διασωθεί από τη βυζαντινή εποχή, είναι ελάχιστα και  διέπονται από ένα κοινό πνεύμα. Τα αντίστοιχα της μεταβυζαντινής και νεότερης περιόδου έχουν διατηρηθεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμο και διακρίνονται για την πολυμορφία και την ποικιλία τους. Τόσο στην εικονογραφική όσο και στην τεχνοτροπική, που συμβαδίζουν με την εποχή και τον τόπο παραγωγής τους.
Στο πρώτο μέρος γίνεται μία ιστορική ανασκόπηση της εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής. Προσδιορίζονται η πορεία και οι πηγές της από τα βυζαντινά χρόνια ως και τον 19ο αιώνα. Εξετάζονται συνοπτικά τα εργαστήρια του ελλαδικού χώρου και παρουσιάζονται τα υλικά κατασκευής και οι τεχνικές των χρυσοκεντημάτων. Στο δεύτερο μέρος και συγκεκριμένα στο πρώτο κεφάλαιο παρατίθενται οι πρώτες γενικές ενδείξεις και τα βιβλιογραφικά δεδομένα για τη θεσσαλική εκκλησιαστική χρυσοκεντητική. Στη συνέχεια προσδιορίζεται το κοινωνικοοικονομικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον. Που ευνόησε την ανάπτυξη της στην περιοχή της Θεσσαλίας. Τέλος αναλύονται ιστορικά και ιδεολογικά τα εντοπισθέντα είδη των ιερατικών και λειτουργικών αμφίων. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται συνοπτικά η ανάπτυξη της μονής Βαρλαάμ μέσα στη θεσσαλική Θηβαΐδα. Στη συνέχεια διεξοδικά το εργαστήριο χρυσοκεντητικής της μονής στα χρόνια της ακμής του (τελευταίο τέταρτο16ου – πρώτο τέταρτο 17ου αιώνα). Παρατίθεται η προβληματολογία για την ίδρυση του εργαστηρίου και τον κεντητή Αρσένιο. Γίνεται η καλλιτεχνική προσέγγιση των έργων του, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα ενυπόγραφα, τα αποδιδόμενα σε αυτόν και τα προβληματικής προέλευσης πρώιμα έργα και αναλύονται διεξοδικά. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι μαθητές του Αρσενίου. Προσεγγίζεται καλλιτεχνικά η εργασία τους και τέλος αναλύονται τα ενυπόγραφα και τα ανυπόγραφα έργα τους. Στο τέταρτο κεφάλαιο διερευνάται η επίδραση του εργαστηρίου στον ευρύτερο θεσσαλικό χώρο (μέσα 17ου- μέσα 18ου) με βάση τα εντοπισθέντα σε διάφορες περιοχές έργα. Στο πέμπτο κεφάλαιο παρακολουθείται ο μαρασμός της παράδοσής του (μέσα 18ου – αρχές 19ου αιώνα), που υποσκελίζεται από έργα άλλων μεγάλων κέντρων του εξωτερικού, και εξετάζονται τα λιγοστά εντοπισθέντα παραδείγματα, και στο έκτο κεφάλαιο αποτιμάται η θέση του εργαστηρίου και η προσφορά του στην εξέλιξη της πορείας της μεταβυζαντινής και νεότερης εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής, και τέλος, κατατίθενται τα πορίσματα της έρευνας.
Δείτε την παρουσίαση του βιβλίου “Κλειδωμένα σώματα, κλειστοί χρόνοι, συνεχείς κόσμοι” εδώ.
vlachopoulou karabina eleni

Βιβλιογραφία